Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
peace in our lives
"Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ,πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ,έχασα κι από κεί.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος.Πές πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη."
...
Κ.Δ
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
μείνε για όποιο λόγο δεν έχεις
[χνούδι]
Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010
goodmorning with a lullaby
Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.
Νίκος Καροῦζος
βζιιουιιουνν
Βζιιουιιουνν
Ελένη Νανοπούλου
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010
αντίο
για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
από αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….
Τάσος Λειβαδίτης
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
batida de coco
Batida, batida, batida
batida de coco
εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο
κι όταν πίσω την παίρνω στο κακό της το χάλι
λέω πάντα χαλάλι και batida de coco
Τα σπασίματα δεν τα φοβάμαι
έχω μάθει να τα κλείνω με στόκο
και τα λόγια της Φρίντας θυμάμαι
όταν πίνω batida de coco
Batida, batida, batida
batida de coco
εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο
κι όταν πίσω την παίρνω στο κακό της το χάλι
λέω πάντα χαλάλι και batida de coco
Κι αν με άφησες φέτο batida
και μου τά'κανες σάλτσα de coco
όπως έλεγε πέρσι κι η Φρίντα
τί να γίνει, batida de coco
Batida, batida, batida de coco
εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο
κι όταν πίσω την παίρνω στο κακό της το χάλι
λέω πάντα χαλάλι και batida de coco...
---
ραντεβού στην σταυρούπολη
γράμμα
Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ' έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μιαν απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ' άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στ' αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.
Κική Δημουλά
χάρτινα
αυτά που δεν ήρθαν
μην τα κλαις.
Αυτά που τα ‘χες
και δεν τα ‘δωσες
κλάφ' τα.
Γιάννης Ρίτσος
βράδιασε πια
Ω φόβος κι αναγάλλια του τέλους, - να τέλειωναν όλα
κ’ εσύ κ’ εγώ κ’ η διαφορά μας. Τι ανόητα αισθήματα, θε μου,
τόσο υπερτροφικά, - κι ούτε που μας αφήνουν
έναν ελάχιστο ελεύθερο χώρο δικό μας, να κάνουμε ένα βήμα
έστω και προς το θάνατό μας. Τι ηλίθια ιστορία, ξένη, ξένη.
Τι φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιος τα θέλησε έτσι;
Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θε μου, κ' οι νύχτες κ' οι μέρες. Το
πρωί,
μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ’ όσο πριν απ’ τον ύπνο) η πρώτη
κίνησή μας,
πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν’ απλώσουμε το χέρι
να πάρουμε απ' το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο
να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας
άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε
με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες.
Κι όλη μέρα
να νιώθεις την κόλλα να ξεραίνεται, να ξεκολλάει
κομμάτια-κομμάτια απ’ το δέρμα σου, να μη σε αγγίζει κατευθείαν
το φως, ο αέρας, το νερό, ένα χέρι ή το δικό σου χέρι, κι από πάνω
να χεις το φόβο μήπως ξεκολλήσει ολόκληρο το προσωπείο
από μια αθέλητη σύσπαση χαμόγελου, μην πέσει
μέσα στο πιάτο σου με το κοκκινιστό κοτόπουλο, ακριβώς την ώρα
που λες «καθόλου δεν πεινώ», μη και φανεί
ολόγυμνη η άγριά σου πείνα, η αστείρευτη πείνα.
Γιάννης Ρίτσος
Φαίδρα