Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

στη κοιλιά του κήτους









Ζω εδώ κοντά σε ένα μέρος μακρινό
προσμένοντας την άνοιξη και τ' όμορφο καλοκαίρι
με την παλίρροια να με δεσμεύει.
Εκεί οι απέραντοι ωκεανοί, ο ήλιος και το φεγγάρι
μπήκαν σε παραμύθια αιώνιας λήθης
και η πούλια, η ωραία μου κοιμωμένη
θεραπεύεται απ' τους αφρούς της γέννησής της.
Εκεί ο άνεμος αχάει και τα δέντρα γίνονται σκαλωσιές
τα σώματα να αναστυλώσουν το χρόνο που τους μένει
και που με δίαιτα συναισθηματική
καταναλώνονται τα αιώνια και τα καθημερινά
ώστε να απέχουμε απ' τις σταυροφορίες του κόσμου.
Γι' αυτό λοιπόν, όταν ανεμίζεις λευκή σημαία από το τηλέφωνο
και με επαναφέρεις στις ανασκαφές του έρωτά μου
μάθε να ακούς όπως δεν ακούς τον εαυτό σου
να μη μείνουν τ' αστέρια και τα πουλιά ο μόνος ακροατής μας.

Απόψε η πούλια μάλωνε με τ'αστέρια
κι εγώ είδα στον ύπνο μου κοιμόμουνα με σένα
και ξύπνησα με μια χαρά και τ' όνειρο ήταν ψέμα.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

θέλω να γίνω αυτό που με κάνει να ζω













----

κι όταν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί...



Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

θα θελα κι εγώ το δικό μου τραγουδάκι






εντάξει το παραδέχομαι το τραγούδι είναι χάλια
κι οι στίχοι αδιάφοροι
...
αλλά όπως και να το κάνουμε είναι ωραίο κάποιος να τραγουδάει το όνομά σου...

θα θελα να μου γράψει κάποιος ένα τραγουδάκι...
κρυφά...
και να το ανακαλύψω κι αυτό μια μέρα στο youtube
αλλά αυτή τη φορά να ναι τέλειο και να ναι όντως για μένα...

μέχρι τότε θα γελάω με το "δανεικό"...χεχε

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

it's all clear darling


































---
ευελπιστώ σε έναν χρόνο όπου ο ρομαντισμός κι ο σουρεαλισμός θα θριαμβεύσουν
και θα "συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας"

κι εγώ ελεύθερα θα γελάω κλαίγοντας
...έχοντας βαθιά αγαπήσει κι έχοντας βαθιά αγαπηθεί.




one of these mornings

ξεδιάντροπες γραφές,
ξεδιάντροπες σκέψεις,
χωρίς ύπνο,
με έναν κόμπο στο στήθος,
με άδειες τσέπες και δίχως φωνή

με φόβο μήπως προδωθώ
με φόβο πως δεν αρέσει η γραφή μου
με φόβο πως δεν αρέσω καν εγώ
...με φόβο

συγνώμη, είπα ψέματα.
όλες εκείνες οι φιλοσοφίες ήταν απλά δικές μου προσωπικές ουτοπίες...
σε καμία περίπτωση κατακτήσεις.
μην με παίρνεις στα σοβαρά.
μην πιστέψεις ούτε στιγμή πως εγώ μπορεί να κρύβω τόση δύναμη.

πόσο πλάτος και πόσο βάθος έχει το στέρνο μου;
μικρό μου φαίνεται.
κρύβει, ωστόσο, τόσα μέσα του, το καταραμένο, αλλά δύναμη δεν κρύβει.
ώρες-ώρες το μετράω με τις παλάμες μου και πάντα λάθος το βγάζω.
μια παλάμη βάθος -από το στήθος μέχρι την πλάτη- αποκλείεται!
πού χωράνε όλα αυτά;

ναι φίλε, είπα ψέματα.
φουσκίτσες και ωραίοι τίτλοι και ευχάριστη ατμόσφαιρα και χορεύουμε από δω και μιλάμε από κει...
όλα ένα όμορφο καλοστημένο θεατράκι, μη τυχόν και αποκαλυφθεί το τέρας πίσω από την παλάμη.
μη τυχόν και νικήσει ο φόβος

ξέρεις κάτι ρε συ όμως;
τελικά πάντα νικάει.

στη ζωή όλα είναι δύσκολα...κι εκεί ακριβώς ξεφυτρώνει μια τελεία
και το "μα όλα είναι όμορφα" δυσκολεύεται να ακολουθήσει.

στη ζωή όλα είναι δύσκολα κι όμως μέσα μου φέγγει μια μικρή ελπίδα.
μόνο που ώρες-ώρες φοβάμαι μήπως η ίδια η ελπίδα είναι που μου βαραίνει το στέρνο
κι έτσι συχνά αναρωτιέμαι αν θα ήταν καλύτερα να μην είχα ούτε αυτήν.

---

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

la vie est belle et facile








































---

οι φιλοσοφίες κλεμμένες...
η διάθεση όμως όχι...

τέρμα για σήμερα.

---

photo: freeq22

sweety































---

και ξανά...
τη ζωή πρέπει να τη χαιρόμαστε κι όχι να τη φοβόμαστε...

πάει σε κάθε φωτογραφία...

κι έχω κι άλλες φιλοσοφίες αν θέλετε

---

photo: anemonty

one more story for the road



Unset time. Unset place.
Not necessarily a spot in history.
The darkest time of humanity.
The darkest season of earth.
Nothing grows. Nothing evolves.

Darkness covers almost all land.
Unknown if there are any plants or animals
Cause they cannot be seen.

And right in the middle of dark
a small place where humans live
or something that reminds of living.
They live in fear, dream of fear they give birth to fear.
No hope in their aching hearts.

No smile on their broken faces.
And this goes on and on for years and years and years
And as they fear more and they lose hope
the dark comes closer and closer.
They never touch it, never enter it.
Until they day that Danko is born.
His parents do not differ from other members
of the tribe, oh but Danko does.

He Hopes. And Fears. But still Hopes.
And he grows up.And the little boy becomes a man.
And he gets sick of fear.
He gets bored of not exploring.
Not the dark but his heart. His Burning Heart.
And day after day frightened people
listen to a man called Danko forcing them to move.

Everyone thinks its madness.
But Danko is very serious.
He never seems to fear, never seems to regret.
And some day more and more live off his hope.
And begin to move.
They take sticks on fire and they have Danko ahead.
Everyone is moving now. Moving into the dark.
Danko is always ahead, shouting to go on.
And now the dark gets deeper.
Its aching to move now. Feet heavy.

Hearts beating fast. But not Dankos.
Sometimes he turns back to them and they see his face,
listen to his words.
Probably they fear Danko more than they fear dark.
And they go on and on.
Light spreads in the heart of black fog.
But dark now plays its dirtiest tricks
and hearts begin to freeze.
And more and more are screaming to go back.
Things get out of control.
No order in the moving tribe now.
They start to blame him.
But Danko will not step back, even now

He rips off his own heart from his wonderful chest.
Bleeding he holds it up and everyone sees
the most hopeful light they had ever seen.
Dankos Burning Heart gives them hope.
And they go on really fast. No one screams now.
Danko is bleeding. The world starts to fade away.
He looks to his heart and still feels close to it.
His pace is steady. His heart is burning, leading the way.
And after a while Dark begins to scatter and dawn comes.

A bright reddish Dawn, the first one in centuries.
Everyone is cheering now. Everyone hopes.
And they are so happy they cannot see
A young mans dead body lying among them
Beside a Heart thats still burning its last sparkles.

---


τη ζωή πρέπει να τη χαιρόμαστε κι όχι να τη φοβόμαστε...


---
original photo: overpacket

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

μικρές λέξεις


στο τέλος της ημέρας, μετράει αυτό που περισσεύει

σ' άλλους περίσσια έχει ο φόβος
σ' άλλους η αγάπη


---

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

κι όμως κάποτε ταξιδεύαμε με πάθος




---
photo: janomare

έπεσε μπροστά μου ένα παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.

Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

---

Μάνος Χατζιδάκις – Το Νησί των Συναισθημάτων