Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

βράδιασε πια


Ω φόβος κι αναγάλλια του τέλους, - να τέλειωναν όλα

κ’ εσύ κ’ εγώ κ’ η διαφορά μας. Τι ανόητα αισθήματα, θε μου,

τόσο υπερτροφικά, - κι ούτε που μας αφήνουν

έναν ελάχιστο ελεύθερο χώρο δικό μας, να κάνουμε ένα βήμα

έστω και προς το θάνατό μας. Τι ηλίθια ιστορία, ξένη, ξένη.

 

Τι φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιος τα θέλησε έτσι;

Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θε μου, κ' οι νύχτες κ' οι μέρες. Το

πρωί,

μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ’ όσο πριν απ’ τον ύπνο) η πρώτη

κίνησή μας,

πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν’ απλώσουμε το χέρι

να πάρουμε απ' το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο

να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας

άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε

με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες.

Κι όλη μέρα

να νιώθεις την κόλλα να ξεραίνεται, να ξεκολλάει

κομμάτια-κομμάτια απ’ το δέρμα σου, να μη σε αγγίζει κατευθείαν

το φως, ο αέρας, το νερό, ένα χέρι ή το δικό σου χέρι, κι από πάνω

να χεις το φόβο μήπως ξεκολλήσει ολόκληρο το προσωπείο

από μια αθέλητη σύσπαση χαμόγελου, μην πέσει

μέσα στο πιάτο σου με το κοκκινιστό κοτόπουλο, ακριβώς την ώρα

που λες «καθόλου δεν πεινώ», μη και φανεί

ολόγυμνη η άγριά σου πείνα, η αστείρευτη πείνα.


Γιάννης Ρίτσος

Φαίδρα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου